μονομάχοι

μονομάχοι
μονομάχος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • LUDII — olim non alii dicebantur, quam vero saltatores et histriones, qui et Ludiones, in Glossis Σαιυριςταὶ, Σκηνικοὶ; non a ludendo, ut placet viris doctis,s ed a Lydis, qui inter nationes saltationi bacchationique deditas: unde Ludius et Ludio, pro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι …   Dictionary of Greek

  • μονομαχοτροφείον — μονομαχοτροφείον, τὸ (Α) [μονομαχοτρόφος] τόπος όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, μονομαχείον* …   Dictionary of Greek

  • οικόσημο — Ο. ονομάζεται τη σήμα ευγενούς οικογένειας, συμβολική παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικείμενου, που υιοθετήθηκε σαν έμβλημα από τα μέλη ενός οίκου ευγενών. Τα ο. εμφανίστηκαν τον 12o αι. και προορίζονταν για να ξεχωρίζουν από τους άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μπάνκροφτ, Αν — (Anne Bancroft, Μπρονξ 1931 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου Άννα Μαρία Λουίζα Ιταλιάνο (Anna Maria Louisa Italiano). Πολυβραβευμένη, αποφοίτησε μεταξύ άλλων και από το Actors studio. Αλλά και την Αμερικανική… …   Dictionary of Greek

  • λυσίκομος — η, ο αυτός που έχει λυμένα, ξέπλεκα τα μαλλιά του: Λυσίκομοι μονομάχοι πάλευαν στην αρένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονομάχος — ο, η 1. άτομο που συμμετέχει σε μονομαχία. 2. στην αρχαία Ρώμη, κατάδικος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με άνθρωπο ή άγρια θηρία ώστε να διασκεδάσει το κοινό που παρακολουθούσε τη διαδικασία: Στο Κολοσσαίο της Ρώμης έχασαν τη ζωή τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”